Skip to main content

Οι σημερινές εικόνες στο κέντρο της Αθήνας δεν τιμούν κανένα. Δύο πρόσφυγες επιχείρησαν να βάλουν τέλος στη ζωή τους. Σώθηκαν από συμπατριώτες τους και περαστικούς. Οι κοινωνικοί μας αυτοματισμοί έχουν εξαντλήσει τη συζήτηση του θέματος στο αν ως κοινωνία τασσόμαστε στο πλευρό τους ή αν απλά δεν τους θέλουμε στα … πόδια μας. 

Όμως αυτού του είδους οι προσεγγίσεις δεν βοηθούν στην επίλυση του υπαρκτού προβλήματος που παραμένει ένα: Αυτοί οι άνθρωποι είναι εδώ. Είναι χιλιάδες. Είναι Άνθρωποι. Κι έρχονται και χιλιάδες άλλοι.

Προ καιρού βρέθηκα σε ένα καταυλισμό προσφύγων που στήθηκε πρόχειρα σε κάποιο ελληνικό νησί, για να υποδέχεται τις καραβιές των απελπισμένων. Έτυχε να βρεθώ εκεί την ώρα των νέων …. αφίξεων: 150 ψυχές κι ανάμεσά τους 80 περίπου παιδιά. Το βλέμμα τους θα το κουβαλώ πάντα στους χειρότερους εφιάλτες μου.  Απίστευτα καλούδια απλώνονταν μπροστά τους κι όμως οι ενήλικες της «καραβιάς» είχαν αποφασίσει πεισματικά να μην δοκιμάσει κανείς τίποτα μέχρι να πάρουν επίσημη απάντηση για χορήγηση ασύλου. Παρατηρούσα τα παιδιά. Η μεγαλύτερη ίσως τραγωδία για εκείνα ήταν το .. αδιανόητο της πείνας τους.  Έβλεπαν τα τρόφιμα γύρω τους, ένοιωθαν τις μυρωδιές του ζεστού φαγητού που έστελναν οι κάτοικοι και λιγώνονταν από τη λαχτάρα. 

Οι σκηνές είχαν μία αλλόκοτη δύναμη, ένα πείσμα και συνάμα μία τραγικότητα που ξεπερνούσε κάθε όριο. Παιδιά που έκλαιγαν, εξαντλημένα από την πείνα και γονείς που με δάκρυα στα μάτια επιστράτευαν όσο κουράγιο τους απέμενε για να τους .. απαγορεύσουν να φάνε. Τα ασθενοφόρα πηγαινοέρχονταν στον καταυλισμό. Όποιος επέστρεφε από το νοσοκομείο έδειχνε υγιής. Οι υπόλοιποι έμοιαζαν με σκιές, βουτηγμένες σε μία άθλια μοίρα που στοίβαζε όλο και περισσότερα καλούδια γύρω τους, λες και πείσμωνε να δοκιμάσει την επιμονή και τις αντοχές τους.

Κάποτε επιτέλους η απάντηση των ιθυνόντων ήρθε. Οι πρόσφυγες δεν απελάθηκαν. Ένα κύμα χαράς και συγκίνησης απλώθηκε στον καταυλισμό. Τα αδύναμα πρόσωπά τους ξεχείλιζαν και πάλι ελπίδα και κουράγιο. Φιλούσαν τα χέρια όποιου έφτανε εκεί. Ζητούσαν να μάθουν την λέξη «ευχαριστώ» και την έλεγαν σε όλους. Πανηγύριζαν την πρώτη τους νίκη. Η συνέχεια όμως που τους περίμενε ήταν ακόμη σκληρότερη. Αν και ποιος αλήθεια, μπορεί να ξέρει τι θεωρούσαν σκληρό και τι σκληρότερο;  Ένα πρόχειρο κατάλυμα με υποτυπώδεις συνθήκες διαβίωσης, ένα κοινόβιο προσφύγων, μία περιπλάνηση σε μία αφιλόξενη μεγαλούπολη που προσφέρει αφειδώς μόνο τα … παγκάκια της; Κι όμως οι άνθρωποι αυτοί δεν φαίνεται να έχουν και πολύ διαφορετική αντίληψη για τον .. παράδεισο που είχαν ονειρευτεί. Μόνο οι ίδιοι ξέρουν σε τι κολαστήρια έζησαν. Όταν μετά από καιρό ενσωματωθούν, τότε, παύουν συνήθως να μιλούν για τα όσα πέρασαν. Οι δοκιμασίες έχουν μία απρόσμενη επίδραση πάνω τους. Ατσαλώνουν την θέλησή τους και τονώνουν την αξιοπρέπειά τους. Κάπως έτσι μας αφήνουν στην δική μας άγνοια. Δεν μαθαίνουμε ποτέ με λεπτομέρειες τι συμβαίνει στα μέρη που γεννήθηκαν. Τι σπρώχνει τον άνθρωπο να αψηφά κάθε κίνδυνο για το όνειρο μίας … Ιθάκης πολύ ταπεινής και ίσως εν τέλη και άστοργης.

Τα πρόσωπα εναλλάσσονται, τα βλέμματά τους όμως έχουν πάντα τις ίδιες σκιές. Η Ελλάδα εξελίσσεται σε προσφιλή προορισμό τους. Και η ιστορία τους διαρκώς επαναλαμβάνεται, με μικρές διαφορές μόνο στις λεπτομέρειες και στα ονόματα. Κι αν κάτι αλλάζει σε βάθος χρόνου είναι ο τρόπος που εμείς τους αντιμετωπίζουμε. 

Μ.Κ.

 

Διαβάστε ακόμη:

Οι φτωχοδιάβολοι των τρένων και η επαιτεία ως … performance!!!

Παιδιά ενός … κατώτερου Θεού κατακλύζουν την Αθήνα (εικόνες)