Skip to main content

Είχα πάντα το παράπονο ότι δεν συμμετείχα σε καμία δημοσκόπηση. Δεν ζητήθηκε η γνώμη μου ουδέποτε από κείνες τις χαριτωμένες κοπελίτσες που σε καλούν καταμεσήμερο για να σε ρωτήσουν αν χρησιμοποιείς πιστωτική κάρτα ή αν είσαι “δύσκολη” και πλένεις με .. έσεξ (που το θυμήθηκα;). Ούτε στο δρόμο έτυχε να με σταματήσουν ποτέ για να μου μοιράσουν κουπόνια δωρεάν περιποίησης από Ινστιτούτα ομορφιάς. Οι δε ινστρούκτορες των πολιτικών αναλύσεων με αποφεύγουν μανιωδώς. Άκουγα συχνά τα αποτελέσματα των σφυγμομετρήσεων και αναρωτιόμουν με βάση τον νόμο των πιθανοτήτων “πότε -επιτέλους- θα ρθει η σειρά μου”. Και καθώς “ό,τι ονειρευόμαστε, γίνεται” … ήρθε σήμερα. Μέρα της γυναίκας, σου λέει ο άλλος και όπως τρέχω πανικόβλητη στο κέντρο της πόλης να προλάβω τις απελπισίες μου, μου κόβει το δρόμο μία ευγενεστάτη δεσποσύνη.

– Καλημέρα. Κάνουμε δημοσκόπηση για τη μέρα της γυναίκας. Θέλετε να μου πείτε ποιo είναι το πρότυπό σας; 

Την περίμενα χρόνια τούτη τη στιγμή. Κάποιος να με ρωτήσει. Κάπου να πω τη γνώμη μου. Κάποιος να με καταμετρήσει επιτέλους στα συμβαίνοντα. Και θαρρούσα πως ήμουν “σαν έτοιμη από πάντα” που λέει κι ο ποιητής. Αμ δε!! Βρέθηκα ξαφνιασμένη να σκέφτομαι γρήγορα και να προσπαθώ να κερδίσω χρόνο, με την πανάρχαια μέθοδο της απάντησης δια νέου ερωτήματος:

– Σήμερα είναι η μέρα της γυναίκας;

Ναι, μου απαντά η απογράφουσα την “κοινή γνώμη”.

Ωραιότατα, αποκρίνομαι. Θα το σκεφτώ αλλά όχι σήμερα που γιορτάζω. 

“Στο δικό σου το περίπου και στα ρεύματα του Ευρίπου” (εικόνες από drone)


Επιστρέφω στο γραφείο και το ερώτημα κουδουνίζει μονότονα στο μυαλό μου. Το αποκρούω με μπλονζόν κάνοντας βόλτα στο διαδίκτυο. Ευσυνείδητα βρίσκομαι να πασχίζω να ανακαλύψω (έστω και όψιμα) το γυναικείο μου πρότυπο. Μην είναι μοντέλα; Μην είναι σταρ του σινεμά; Του Περιστυλίου έστω; Μην είναι η Μαίρη Παναγιωταρά ή η Παναγιωταρέα; Ξεφυλλίζω ενδόμυχα γυναικείες φάτσες και απορρίπτω ασυζητητί.

Η “μέρα της γυναίκας” υπήρξε πάντα ένα απειλητικό ορόσημο, απ’ αυτά που αδυνατεί να συλλάβει το φτωχό μου μυαλουδάκι. Θυμάμαι την μία και μοναδική χρονιά που παρασύρθηκα και ενέδωσα στα ειωθότα. Στριμωγμένη σε ένα ασφυκτικά γεμάτο μπουζουκομάγαζο, ανάμεσα σε ξεσαλωμένες οικοκυράδες που σιχτίριζαν τους συζύγους για όσα τους στέρησε η παλιοζωή: Μία καριέρα αλά “δεσποινίς διευθυντής”, δηλαδή, και μία τύχη αλά Τζούλια Ρόμπερτς στο Pretty woman με απαραίτητο τρόπαιο έναν Ρίτσαρντ Γκήρ και άχρηστο ντεσού το “πεζοδρομιακό” κομμάτι. 

Steve Jobs: Το απόλυτο ίνδαλμα της τεχνολογίας του 21ου αιώνα κι η ιστορία του

Στην πίστα έβγαζαν λογύδρια κάτι “πετυχημένες” πολιτικάντισσες και κάποιες “κοινωνικά ευαίσθητες” που ξέσπαγαν την βαρεμάρα τους σε φιλανθρωπίες με το παραδάκι των εύπορων συζύγων τους. Παραδίπλα η νεώτερη γενιά: ημίγυμνες πιτσιρίκες που οραματίζονταν να γίνουν μοντέλες ή να πάρουν μέρος στο “so, you think you can dance”. Και στη μέση μέση του χορού μία παρέα από … χαμένες υπάρξεις που δεν είχαν και πολύ διάθεση να ζητωκραυγάσουν τη μέρα της γυναίκας, κάνοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους κάτι συνειρμούς με τις παγκόσμιες μέρες που .. αφιερώνονται υποκριτικά σε κάθε λογής άτομα με “ειδικές ανάγκες”. Στο τέλος εκείνης της -κατά μία έννοια- τραγικής νύχτας σήκωσα βλέμμα στον Παντοδύναμο και του υποσχέθηκα σιωπηλά ένα μεγαλόπρεπο “ποτέ ξανά”. 

Boxaki: Το ελληνικό gadget που κάνει … θραύση!!!

Και να ‘μαι σήμερα, χρόνια μετά, να ψάχνω πάλι …γωνίες στο δεκάρικο και να αναρωτιέμαι: Εντάξει, φεμινίστρια δεν υπήρξα ποτέ. Όχι πως δεν κατάλαβα εγκαίρως ότι .. it’s still a man’s world αλλά όσο να πεις, άμα διεκδικείς τις ευκαιρίες σου όλο και κάτι καταφέρνεις. Αλλά -ανάθεμά το- ένα γυναικείο πρότυπο δεν είχα ποτέ μου; Κατόπιν ωρίμου σκέψεως το μυαλό μου έτρεξε στη Μελίνα. Όχι τόσο στην πολιτικό, ή στην ηθοποιό, όσο στη γυναίκα. Ή έστω στο σύνολο των τριών. Στο άψογο συνταίριασμά τους. Στον τρόπο που είχε να “αγγίζει” τα πράγματα. Στην αύρα της. Στην σιγουριά που απόπνεε για όσα έλεγε, σε βαθμό που όχι μόνο σε έπειθε, αλλά σ’ έκανε και να δεις τα μελλούμενα με τα δικά της μάτια. Ναι, η Μελίνα θα μπορούσε να ‘ναι γυναικείο πρότυπο. Τίποτα μίζερο και τυποποιημένο. Μία γυναίκα όλο πάθος και όρεξη.

Θυμήθηκα την σκέψη της για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα. Oκτώβρης του 1981 και η Μελίνα έδινε συνέντευξη στο BBC.

H ιδέα είχε ξεκινήσει χρόνια πριν αλλά διατυπώθηκε για πρώτη φορά τότε. Η αφορμή δόθηκε στη δεκαετία του ΄60 όταν στα γυρίσματα της ταινίας “Φαίδρα” οι Βρετανοί ζήτησαν πληρωμή για να αφήσουν το ελληνικό συνεργείο να κινηματογραφήσει τα γλυπτά. Η Μελίνα έθεσε το θέμα επίσημα για πρώτη φορά ως Υπουργός Πολιτισμού τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO και δεν σταμάτησε να αγωνίζεται γι’ αυτό μέχρι το θάνατό της. “Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας” έλεγε. “Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας”. Και ” Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα σας λεω πως … ναι θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ”.

… Βλέπουμε την αλληλουχία των αρχαίων πολιτισμών κομματιασμένη, το παρελθόν γκρεμισμένο και τις θαυμάσιες ιδιαιτερότητες ξεθωριασμένες. Η μνήμη μας απειλείται και η ψυχή μας ξεραίνεται, η δημιουργικότητα ασφυκτιά, το παρόν ξεριζώνεται. Όποιος δεν έχει παρελθόν δεν έχει παρόν, λέει μια αραβική παροιμία. Αυτό το παρελθόν πρέπει να αναδυθεί από τα μουσεία για να γίνει πηγή έμπνευσης και δημιουργίας, να γίνει όργανο και χαρά του λαού …” 

Μελίνα Μερκούρη, Μεξικό, 29 Ιουλίου 1982 

Παγκόσμια Διάσκεψη της UNESCO για την Πολιτιστική Πολιτική

Στην κορυφή του κόσμου, τα Ιμαλάια, το τραγούδι ενός Έλληνα!

Τέτοιας υφής άνθρωπος. Πληθωρικός κι επαναστάτης. Με το βλέμμα μόνιμα στραμμένο σ’ ένα μέλλον που διεκδικεί ρίζα στην αίγλη του παρελθόντος. Στα μέσα της δεκαετίας του 50 βρέθηκε στην Κρήτη για τα γυρίσματα της ταινίας “ο Χριστός ξανασταυρώνεται”. Ο Καζαντζάκης κι ο Ντασέν ήταν στο πλευρό της. Οι παλιότεροι τους θυμούνται στο Μέγαρο Ντορέ του Ηρακλείου να υπογράφουν αυτόγραφα. Ενώ στην Κριτζά του Λασιθίου, ένα χωριό ολόκληρο διηγείται ακόμη πόσο μαγική γυναίκα υπήρξε η Μελίνα. Τα γυρίσματα του έργου κράτησαν μήνες. Ξένη και πολυδάπανη η παραγωγή κι η Μελίνα βάλθηκε να γυρνά τα σοκάκια του χωριού και να καταγράφει ανάγκες. Ρωτούσε πόρτα πόρτα ποιός ήθελε να παίξει κομπάρσος στην ταινία, ποιός σπούδαζε παιδί, ποιός είχε σταύλο μισογκρεμισμένο και συνδύαζε με κόλπα “ταχυδακτυλουργικά” το τερπνόν με το ωφέλιμο. Κανόνιζε μισθούς στους χωρικούς, μεσίτευε να αναστηλώσουν κτίσματα (δήθεν για τις ανάγκες της ταινίας και μόνο) χρυσοπλήρωνε σφαχτά στους κτηνοτρόφους του χωριού και έκλεινε ολοένα συνωμοτικά το μάτι κάθε φορά που τα δολάρια άλλαζαν χέρια και ένας ταλαίπωρος κρητίκαρος έκανε να την ευχαριστήσει.

Κάποιος (μακαρίτης πια) μου αφηγήθηκε προ ετών το σκηνικό με τα ψάρια. Σε μία σκηνή του έργου, το χωριό μαζευόταν στην πλατεία κι έτρωγε ψάρια. Δύσκολο “πεσκέσι” εκείνο για την ορεινή Κριτζά. Η Μελίνα παρήγγειλε τα ψάρια και τις προμήθειες σ’ έναν πολύτεκνο και του πε γελώντας: αυτά τα ψάρια θα ταΐσουν τη φαμίλια σου για καιρό. Η σκηνή (με υπαιτιότητά της, λένε) γυριζόταν δέκα μέρες. Και κάθε φορά παραπονιόταν ναζιάρικα στον Τζούλι πως πρέπει να φέρουν φρέσκα ψάρια από τη Χώρα. Κι έπειτα του λεγε με εκείνη την αργόσυρτη κι εμφαντική φωνή της: Τζούλη, τα λεφτά και τα ψάρια πρέπει να τρώγονται φρέσκα.

Street art να κόβεις εισητήρια… Γειτονιές του κόσμου υπαίθριες πινακοθήκες..

Ακόμη και στην εξέδρα της προεκλογικής φιέστας μπορούσες να δεις στη Μελίνα το “τρισυπόστατο”: την πολιτικό, την ηθοποιό και τη γυναίκα. Ο λυρισμός της φωνής, οι κινήσεις των χεριών, η γλώσσα του σώματος, η προσωποποίηση της πειθούς. Κι όλα μαζί να φτιάχνουν ένα μαγικό ραβδάκι και να μην αφήνουν κανένα ασυγκίνητο. Υπερβολές .. θα πει όποιος δεν τη ζύγωσε. Καλά ειπωμένο, αλλά με άλλη σημασία: η Μελίνα ήταν ολόκληρη μία υπερβολή της γυναικείας φύσης.

Πάσχισα να σταθώ με όλη την συστολή των νιάτων μου κάποτε απέναντί της, διψώντας για μία δήλωση, από κείνες τις τετριμμένες. Θυμάμαι το φουλάρι της, που ανέμιζε σαν υποσχετική, καθώς κατέβαινε τη σκάλα της Νομαρχίας. Δεν ήλπιζα να την σταματήσω καν. Ένας σίφουνας που κυνηγούσαν καμιά δεκαριά παρατρεχάμενοι, ξεγλωσσισμένοι στο κατόπι της. Με προσπέρασε φουριόζα και έξαφνα κοντοστάθηκε. “Ξέχασα τα τσιγάρα μου” είπε σε κάποιον της συνοδείας. Ήταν η στιγμούλα μου. Η ευκαιρία μου. Ξαναζύγωσα πιο θαρρετά. Είπα το “ποίημα” μου και αυτή τη φορά με κοίταξε χαμογελαστή.

“Πώς σε λένε;” με ρώτησε και ξεκίνησα να απαντώ “Μαριάννα Κ …” αλλά μ’ έκοψε απότομα: “Φτάνει το Μαριάννα. Οι γυναίκες δεν θα πρεπε να ‘χουμε επίθετα. Γι’ αυτό χαίρομαι όταν με λένε Μελίνα. Τα επίθετα ταιριάζουν στους άντρες. Εμείς προσδιοριζόμαστε πιο εύκολα”.

Το ΄λεγε και γελούσε με κείνο το δυνατό γέλιο της Στέλλας. Για χρόνια το άκουγα να ηχεί με αναίδεια στο μυαλό μου κάθε φορά που κάποιος αδυνατούσε ή απέφευγε να με καλέσει τυπικά με το επίθετο μου. “Οι γυναίκες δεν θα ‘πρεπε να ‘χουμε επίθετα”. Ούτε καν πρότυπα, τολμώ να συμπληρώσω συνειρμικά. Αλλά αν σώνει και καλά, το δεύτερο δεν αποφεύγεται, τότε, η Μελίνα θα μπορούσε να ‘ναι γυναικείο πρότυπο. Κι ίσως να την στοίχιζα προσεκτικά πλάι στη γιαγιά μου που δεν της έμοιαζε καθόλου.

Δύσκολο να πεις ότι έχεις πρότυπο τη γιαγιά σου στα κοριτσόπουλα των σφυγμομετρήσεων. Η ιστορία την αγνόησε και .. Υπουργείο δεν της δόθηκε ποτέ. Μία άσημη Ελένη. (το τραγούδι της ταιριάζει “γάντι”. Και σε κείνη … και σε κάθε Ελένη ) Μεγάλωσε όμως έντεκα παιδιά. Έθαψε πέντε. Έσπειρε τη γη της και στήριξε τον άντρα της, ως τα στερνά της. Κατάπιε ένα τσουβάλι απώλειες και στάθηκε ολόρθη. Είχε ένα πικρό χαμόγελο σαν μιλούσε για πολέμους και για πείνα. Έβλεπες τη σκιά στα μάτια της. Την κούραση από τους κόπους που κανένα βραβείο δεν αναγνώρισε. Η μόνη της καριέρα ήταν που γίνηκε σύντροφος και μάνα. Αλλά έβαλε και στα δυό όση αξιοσύνη διέθετε.

“Άλλων καιρών τρεχούμενα” που θα λεγε κι η ίδια για να κλείσει την κουβέντα.